Δεν χωράμε, παιδιά, δεν χωράμε. Το έλεγα στους συναδέλφους στη δουλειά, αλλά με κορόιδευαν. Κλέβουμε ο ένας την ανάσα του άλλου, ζούμε τη ζωή του διπλανού χωρίς να τον γνωρίζουμε, κρύβουμε τον ορίζοντα του απέναντι. Κτίρια εδώ, εκεί, παραπέρα, παντού παράθυρα και μικρές εξώπορτες. Φρέσκος αέρας από το κλιματιστικό με το καλημέρα σας. Βλέπω τοίχους ολούθε, χτισμένα τα έντερα και το στομάχι μου, από μπετό η καρδιά μου. Πόσο θες για την ασφάλεια της τρύπας σου; Δούλευε μια ζωή, μια ζωή υποθήκη και μηνιαίες δόσεις. Μα το Θεό των επιτοκίων, να προσεύχομαστε κάθε μέρα για να μην ανέβουν οι αγορές και βρεθούμε στους δρόμους με τους καταραμένους και τους πένητες. Δεν χωράμε, παιδιά, δεν χωράμε. Σπίτια, δρόμοι, εξοχικά μια μπουκιά, πρέπει να έχουμε μια θέση και στο βουνό, στη θάλασσα, κατοχή, κατοχή. Βαθμίδες-βαθμίδες οι μεζονέτες στηλώνονται στις πλαγιές κι ανάμεσα γερανοί που όλο δουλεύουν.
Τους έλεγα στη δουλειά ότι βλέπω στον ύπνο μου γερανούς, όχι εκείνα τα ψιλόλιγνα πουλιά, τα άλλα τα μεταλλικά με τη δαγκάνα να κρέμεται στο κενό. Είμαι, λέει, γαντζωμένος από έναν κίτρινο γερανό και σιγά σιγά γίνομαι ένα, το δέρμα μου σκληραίνει και τα νεύρα μου ατσαλώνονται. Μετεωρισμένος στα άπειρα μέτρα πάνω από τη γη, έχω γίνει τα μάτια του και ελέγχω κάθε τετραγωνικό για να εξαπλωθεί το βασίλειο των γερανών που έχουν κυριεύσει ανεπαίσθητα τη γη. Δεν ξέρω πια αν είναι όνειρο ή έχει τελεστεί, αλλά με κάλεσε το αφεντικό της εταιρίας και μου είπε να πάρω ένα μήνα άδεια για να πάψω να βλέπω τους γερανούς και να μην αφηγούμαι στη δουλειά τα όνειρά μου γιατί είναι αντιπαραγωγικό και τρομάζω τους υπαλλήλους και θα καταντήσω ο χαζός του χωριού. Ξέχασα να σας πω ότι η εταιρία μας εμπορεύεται γη κι έχει δοσοληψίες με κατασκευαστές. Μια συνάδελφος που διαβάζει στις ελεύθερες ώρες της ψυχολογία, μου εξήγησε ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό να βλέπω τέτοιου είδους όνειρα. Το είπα και σ’ αυτήν: δεν χωράμε, πια, τις μέρες μας μετράμε και έχει πάψει από καιρό η τελευταία μας κατοικία να είναι 2 μέτρα γης· ένα σπιρτόκουτο με στάχτη γινόμαστε. Δεν θέλω να σας τρομάξω, αλλά βλέπω κι άλλα όνειρα. Ότι έχασα τη θέση μου, δεν μπόρεσα να πληρώσω τις δόσεις και βρέθηκα στο δρόμο, σε μια ρυπαρή γωνιά να με ζεσταίνει ο αέρας του μετρό, ότι ζω από τις ελεημοσύνες σας, ότι ψάχνω στα σκουπίδια σας για να βγάλω ακόμη μια μέρα. Ότι, ακόμη, γυρνάω ανάμεσά σας και φωνάζω «δεν χωράμε, παιδιά, δεν χωράμε, γίναμε τόσοι πολλοί, αρμέξαμε το νερό της γης και φάγαμε όλο το αλάτι της, γλεντήσαμε στις λόχμες τις δρυάδες της και μετά τις υλοτομήσαμε και τις κάναμε καναπέδες και καρέκλες, μιάναμε τα ποτάμια της με τα βυρσοδεψεία της αραχνιασμένης μας ψυχής και τώρα σοδομίζουμε τα τουφωτά της δάση». Βλέπω όνειρα ότι κατάντησα ένας προφήτης που φτύνουν όλοι τους εφιάλτες της αραχνιασμένης τους ψυχής.
doratsirka
0 Comments:
Post a Comment